- επικασσιτερώνω
- εκτελώ επικασσιτέρωση*, ειδ. σε μαγειρικά σκεύη, γανώνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κασσιτερώνω (< κασσίτερος). Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Αναστ. Κ. Δαμβέργη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επικασσιτερώνω — επικασσιτερώνω, επικασσιτέρωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
επικασσιτερώνω — επικασσιτέρωσα, μτβ., επικαλύπτω μεταλλικό αντικείμενο (και ιδίως χάλκινο) με λεπτό στρώμα κασσίτερου, γανώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κασσιτερώνω — (Α κασσιτερῶ, όω) [κασσίτερος] καλύπτω την επιφάνεια σκεύους με επίστρωμα κασσιτέρου, επικασσιτερώνω, γανώνω … Dictionary of Greek